Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

Συγκρούσεις στην Εφηβεία


Μοιάζει να έχει συμβεί από τη μία στιγμή στην άλλη... Ένα πρωί, ο πρόσχαρος και ανοιχτός 12-χρονος γιος σας ξυπνά έχοντας μετατραπεί σε ένα μουτρωμένο, αποσυρμένο και εκνευριστικό έφηβο. Διαφωνεί με ό,τι κι αν λέτε, κλείνεται στο δωμάτιό του, θέτει σε αμφισβήτηση όλους τους κανόνες και τα όρια που βάζετε. Παρόλο που μπορεί να αναρωτιέστε αν κάτι πάει στραβά, πρόκειται στην ουσία για συμπεριφορές φυσιολογικές και αναμενόμενες κατά την εφηβεία.

Ενώ κατά την παιδική ηλικία η παρουσία των γονιών αποτελούσε πηγή ανακούφισης, ηρεμίας και ασφάλειας για το μικρό παιδί, η ίδια η παρουσία των γονιών ενδέχεται κατά την εφηβεία να αποτελέσει πηγή έντασης, διέγερσης και δυσφορίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά την παιδική ηλικία όσο πιο κοντά βρίσκονταν οι γονείς και το παιδί, τόσο μεγαλύτερη η ανακούφιση. Αντίθετα, κατά την εφηβεία, όσο πιο κοντά βρίσκονται οι γονείς με τα παιδιά, τόσο η ένταση κινδυνεύει να αυξηθεί. Άρα η εγγύτητα των γονιών για το παιδί είναι πηγή ηρεμίας, ενώ για τους εφήβους είναι πηγή δυσφορίας: «Με εκνευρίζεις!», λέει ένας έφηβος στη μητέρα και τον πατέρα του. Αυτή η αντιστροφή οπτικής είναι θεμελιώδης για την εφηβεία. Εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την απαραίτητη ανοικοδόμηση των σχέσεων μεταξύ γονιών και εφήβων, καθώς και την ανάγκη «αποχωρισμού».

Το παράδοξο της εφηβείας είναι ότι ο έφηβος νιώθει την ανάγκη να αποχωριστεί εκείνους με τους οποίους ταυτόχρονα έχει ανάγκη να ταυτιστεί!

Για τους γονείς όλα αυτά είναι παράλογα και δυσνόητα. Είναι ικανοποιημένοι βλέποντας ότι ο έφηβος αποκτά την αυτονομία του, αλλά μέσα τους κρύβονται και κάποια διφορούμενα συναισθήματα. Είναι η λεγόμενη «κρίση των γονιών». Προκαλείται τόσο εξαιτίας των πολλαπλών απωλειών που έχουν να αντιμετωπίσουν, όσο και λόγω της έντασης που επικρατεί στη σχέση. Απέναντι στον έφηβο που προχωρεί προς την ενηλικίωση, ο γονιός μπορεί να νιώσει εγκαταλελειμμένος, ξεχασμένος, και να εμπλακεί σε έναν επιθετικό ανταγωνισμό, ζηλότυπο και κτητικό.
Για τον έφηβο ο πιο συνηθισμένος τρόπος επαφής με τους γονείς είναι να δημιουργήσει συγκρούσεις, ώστε να μπορέσει να αξιολογήσει τα δικά του όρια. Την ίδια στιγμή που ζητά να τον ακούσουν, να τον καταλάβουν φοβάται μήπως αποκαλυφθεί και βρεθεί εκτεθειμένος. Έτσι μοιάζει να αμφιταλαντεύεται και υπερασπίζεται μία την μία και μία την άλλη άποψη με τρόπο ακατανόητο. Οι γονείς τον παρατηρούν με αμηχανία.
Μέσα από τις λογομαχίες και τις συγκρούσεις με το γονέα, ο έφηβος ικανοποιεί ταυτόχρονα δύο αντιφατικές ανάγκες:
§ την ανάγκη του να προκαλέσει τους γονείς του, να τους «μπεί», να επιβεβαιώσει τη διαφορά του από αυτούς
§ την ανάγκη του να συνεχίσει να εξαρτάται από τους γονείς του, διατηρώντας αυτό το δεσμό, όπως δείχνει η εμμονή του σε ατελείωτες και ανεδαφικές αντιπαραθέσεις
Οι γονείς των εφήβων θα πρέπει να αποδεχτούν ότι θα δεχτούν συμβολικά χτυπήματα από τα παιδιά τους. Το σημαντικό είναι «να επιβιώσουν», δηλαδή να μην καταστραφούν, να μην πληγωθούν βαθιά, να μην πάθουν κατάθλιψη, να μην τα χάσουν εξαιτίας αυτής της επιθετικότητας. Με λίγα λόγια, να μην αποποιηθούν το ρόλο τους.
Να είναι ικανοί να παραμείνουν ευαίσθητοι, να έχουν συναισθήματα απέναντι στις συμπεριφορές του εφήβου, αλλά παράλληλα να συνεχίσουν να ενδιαφέρονται, να νοιάζονται και να μπορούν να απαγορεύουν κάποια πράγματα στο παιδί τους.
Οι γονείς μπορεί να είναι ο πρώτος στόχος των επιθετικών τάσεων των παιδιών τους, αλλά επιτελούν και μία πιο θετική λειτουργία. Είναι, ή οφείλουν να είναι, οι εγγυητές της ασφάλειάς τους. Ο έφηβος είναι ιδιαίτερα ευάλωτος γιατί δεν έχει συνείδηση των ορίων του. Η αναζήτηση αυτών των ορίων μπορεί να τον οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις. Ο ρόλος των γονιών είναι να προσέχουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται ο έφηβος, ώστε να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο αφορμή τραυματικών εμπειριών.
Οι γονείς παραμένουν ένα καταφύγιο για τα παιδιά τους, ιδίως στην αρχή της εφηβείας. Η απουσία μίας τέτοιου είδους προστασίας μπορεί να οδηγήσει τον έφηβο σε εκδηλώσεις απελπισίας, καθώς μπορεί να νιώσει μεγάλη συναισθηματική φτώχεια.
Επομένως, την ίδια στιγμή που ο έφηβος δηλώνει με έμφαση την ανάγκη του για ανεξαρτησία και την επιθυμία του για αυτονομία, ταυτόχρονα έχει βαθιά την ανάγκη να νιώθει προστασία.
Τελικά, ο ρόλος των γονιών στην εφηβεία είναι παράδοξος. Πρέπει να αποτελούν καταφύγιο, να «περιέχουν» και να περιορίζουν, δίνοντας ωστόσο τη δυνατότητα και στους εφήβους να ζουν νέες εμπειρίες, να δέχονται χτυπήματα και να επιβιώνουν.
Μέσα στην οικογένεια, οι γονείς είναι εκείνοι που θέτουν τους κανόνες και τις αρχές. Οι αρχές αυτές αποτελούν αφορμή συγκρούσεων. Οι γονείς δεν θα πρέπει να παραιτηθούν, να αντιδράσουν με ηττοπάθεια ή με αμέλεια. Ο έφηβος θα εκλάβει αυτές τις αντιδράσεις σαν αδιαφορία ή εγκατάλειψη. Από την άλλη μεριά, θα πρέπει να αποφύγουν μία πολύ αυταρχική και δύσκαμπτη στάση. Μια τέτοια στάση αποτρέπει το διάλογο και δίνει στον έφηβο μόνο δύο επιλογές: ή μια ανοιχτή διαμαρτυρία, ή την υποταγή και τη συμμόρφωση. Και οι δύο αυτές λύσεις ανακόπτουν την πορεία του εφήβου προς τη διαφοροποίηση.
Συχνά είναι οι γονείς που αναζητούν μία εγγύτητα με τα παιδιά τους, επιθυμώντας να γίνουν κατανοητοί. Ο γονιός που προσπαθεί να αναιρέσει τη διαφορά γενιάς, επιθυμεί ενδόμυχα να διατηρήσει τη νοσταλγία μίας παρατεταμένης δικής του εφηβείας ή να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της νεότητάς του. Επιχειρεί να «γοητεύσει» το παιδί του, για να μπορεί καλύτερα να ταυτιστεί μαζί του και να αναβιώσει τα χρόνια που πέρασαν. Ο έφηβος όμως κινδυνεύει, στην περίπτωση αυτή, να μην μπορέσει να βρει τα όρια που αναζητά. Από την άλλη μεριά, όταν ένας γονιός θέλει να μοιάζει στον έφηβο, του δυσκολεύει τα πράγματα, εφόσον δεν του δίνει τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί και να αυτονομηθεί.
Επομένως, αποφεύγοντας την άκαμπτη αυστηρότητα ή την υπερβολική ταύτιση, οι γονείς θα πρέπει να δεχτούν την ιδέα ενός διαλόγου, να δεχτούν ότι ο διάλογος αυτός σπάνια θα είναι ικανοποιητικός και συγχρόνως να επιμείνουν να συνεχίζεται.
Να μην εγκαταλείψουν τις ιδέες και τις πεποιθήσεις τους, να τις εκφράσουν και να τις μοιραστούν με το παιδί τους, γνωρίζοντας ότι εκείνο πιθανότατα δεν θα δεχτεί τις ιδέες τους. Έχει όμως ανάγκη να τις γνωρίζει, για να μπορέσει να διαμορφώσει και να προσδιορίσει τη δική του σκέψη.
Οι συγκρούσεις... και κάποιες θετικές πλευρές τους

Οι συγκρούσεις αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι όλων των σχέσεων. Προκύπτουν όταν κανείς αισθάνεται ότι τα πιστεύω, οι αξίες, ο τρόπος ζωής του απειλούνται, όταν υπάρχουν διαφωνίες για τη διευθέτηση κάποιας κατάστασης, όταν δεν υπάρχουν αρκετά αποθέματα για να είναι όλοι ευχαριστημένοι, και, κυρίως, όταν υπάρχουν προβλήματα στην επικοινωνία.
Η σύγκρουση μπορεί να είναι πολύ θετική, αν τη χρησιμοποιήσουμε εποικοδομητικά, ή να είναι καταστροφική. Μερικές από τις θετικές πλευρές της σύγκρουσης είναι οι παρακάτω:
§ Μέσα από τη σύγκρουση προκύπτει αλλαγή.
§ Μέσα από τη σύγκρουση μαθαίνουμε να κατανοούμε καλύτερα ο ένας τον άλλο.
§ Μία σύγκρουση μπορεί να μας ωθήσει να συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξη προβλημάτων και να κινητοποιηθούμε για να τα επιλύσουμε.
§ Οι συγκρούσεις κάνουν τη ζωή πιο ενδιαφέρουσα!
§ Οι μικρές συγκρούσεις μας εκτονώνουν και αποτρέπουν μεγαλύτερες.

Ο θυμός

Η αποτελεσματική επικοινωνία στις οικογενειακές σχέσεις δεν προϋποθέτει απουσία θυμού ή άρνησή του, αλλά τη διαχείρισή και την έκφρασή του με κατάλληλο και προστατευτικό τρόπο. Τι είναι όμως ο θυμός;

Ο θυμός είναι συναίσθημα

Ο θυμός είναι συναίσθημα και όχι συμπεριφορά. Ορίζεται ως «μία συναισθηματική κατάσταση που κυμαίνεται σε ένταση από τον ελαφρύ εκνευρισμό μέχρι την έντονη οργή», που συνοδεύεται από σωματικές αλλαγές (αύξηση της πίεσης, επιτάχυνση των χτύπων της καρδιάς, ορμονικές αλλαγές). Προκαλείται τόσο από εξωτερικά γεγονότα, όσο και από εσωτερικά (ανησυχία για προσωπικά προβλήματα, αναμνήσεις κ.λ.π.)

Η έκφραση του θυμού

Ο ενστικτώδης τρόπος έκφρασης του θυμού είναι η επιθετικότητα. Ο θυμός είναι μία φυσιολογική ανταπόκριση όταν δεχόμαστε απειλές: προκαλεί ισχυρά, συχνά επιθετικά συναισθήματα και συμπεριφορές, που μας επιτρέπουν να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας όταν δεχόμαστε κάποια επίθεση. Επομένως, ο θυμός είναι απαραίτητος για την επιβίωσή μας.

Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν μία ποικιλία συνειδητών και ασυνείδητων διεργασιών προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματα θυμού. Υπάρχουν 3 βασικές στρατηγικές: έκφραση του θυμού, καταπίεση του θυμού και προσπάθεια να τον καταλαγιάσουμε.
Η έκφραση των συναισθημάτων θυμού με έναν τρόπο μη επιθετικό αλλά προστατευτικό των δικαιωμάτων μας είναι και η πιο υγιής προσέγγιση. Για να το κάνουμε αυτό θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιες είναι οι ανάγκες μας και τι χρειαζόμαστε για να τις ικανοποιήσουμε, χωρίς να πληγώνουμε τους άλλους. Η προστασία των δικαιωμάτων και των αναγκών μας δε μας κάνει πιεστικούς και απαιτητικούς: μπορεί να δείχνει σεβασμό τόσο για μας τους ίδιους όσο και για τους άλλους.
Ο θυμός μπορεί να καταπιεστεί, και στη συνέχεια να μετατραπεί σε κάτι άλλο ή να στραφεί προς μία άλλη κατεύθυνση. Αυτό συμβαίνει όταν κρατάμε το θυμό μέσα μας, σταματάμε να σκεφτόμαστε αυτό που μας θύμωσε και επικεντρωνόμαστε σε κάτι θετικό. Στόχος είναι να παρεμποδίσουμε τις πιθανές βλαπτικές του επιπτώσεις και να το μετατρέψουμε σε κάτι πιο δημιουργικό. Το πρόβλημα είναι ότι αν δεν του επιτρέψουμε να εξωτερικευτεί, ο θυμός μπορεί να στραφεί προς τα μέσα – στον εαυτό μας. Ο εσωτερικευμένος θυμός μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη και προβλήματα σωματικής υγείας.
Ο ανέκφραστος θυμός φέρνει και άλλα προβλήματα. Μπορεί να οδηγήσει σε παθολογικές διαδικασίες εξωτερίκευσης του θυμού όπως είναι η παθητική-επιθετική συμπεριφορά (έμμεσες επιθέσεις στους άλλους, χωρίς να τους εξηγούμε το λόγο, αντί να τους αντιμετωπίζουμε κατά πρόσωπο) ή στη διαμόρφωση μίας προσωπικότητας ιδιαίτερα κυνικής και εχθρικής. Οι άνθρωποι που διαρκώς υποβιβάζουν τους άλλους, κάνουν κριτική και ειρωνικά σχόλια στα πάντα, είναι εκείνοι που δεν έχουν μάθει να εκφράζουν το θυμό τους με έναν υγιή τρόπο. Φυσικά, οι επιτυχημένες σχέσεις στη ζωή τους είναι λιγοστές.
Τέλος, μπορεί κανείς να προσπαθήσει να ηρεμήσει. Αυτό δεν σημαίνει μόνο έλεγχο της εξωτερικής συμπεριφοράς, αλλά και των εσωτερικών αντιδράσεων, μέσα από συγκεκριμένες στρατηγικές που μας βοηθούν να ηρεμήσουμε και να επιτρέψουμε στα συναισθήματα θυμού να υποχωρήσουν.

Συνοψίζοντας, ο θυμός είναι ένα σημαντικό και χρήσιμο συναίσθημα, που επηρεάζει την αντίληψη, καθοδηγεί τη σκέψη και τις αντιδράσεις μας, βοηθά να αμυνθούμε και να επιβιώσουμε. Ο θυμός από μόνος του δεν είναι προβληματικός, καθώς μπορεί και να εκφράζει την ανάγκη για αλλαγή και εξέλιξη και να αποτελεί κίνητρο για δράση. Το πρόβλημα βρίσκεται στο πως τον εκφράζουμε.


Ο θυμωμένος γονιός

Από τον τρόπο που ανατραφήκαμε, οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε μάθει πως να αντιμετωπίζουμε το θυμό σαν ένα φυσιολογικό κομμάτι της ζωής. Αντίθετα, έχουμε συνδέσει την έκφραση του θυμού με αισθήματα ενοχής. Το να είναι κανείς θυμωμένος εξισώνεται με το να είναι κακός.

Πολλοί γονείς θεωρούν ότι η υπομονή είναι το κυριότερο χάρισμα προκειμένου να είναι επαρκείς στο ρόλο τους. Είναι μάλιστα τόσο υπομονετικοί, που αργά ή γρήγορα έχουν εκρήξεις. Φοβούνται ότι ο θυμός τους μπορεί να κάνει κακό στα παιδιά τους, και έτσι τον κρατούν μέσα τους.

Ο θυμός όμως, όπως είδαμε, δεν εξαφανίζεται αν τον καταπιέσουμε αλλά επανέρχεται δριμύτερος. Μπορεί να μη μας αρέσει ή να μας τρομάζει αλλά δεν είναι δυνατόν να τον αγνοήσουμε.

Όταν χάνουμε την ψυχραιμία μας με τα παιδιά μας, μπορεί να φτάσουμε σε ακραίες εκφράσεις και συμπεριφορές που θα διστάζαμε να χρησιμοποιήσουμε καβγαδίζοντας με έναν ενήλικα. Φωνάζουμε, προσβάλλουμε και κάνουμε επιθέσεις, για να κατακλυστούμε αμέσως μετά από ενοχές και να πάρουμε αποφάσεις ότι δεν θα διολισθήσουμε ποτέ ξανά στα ίδια λάθη. Τέτοιου είδους αποφάσεις δεν είναι μόνο μάταιες, αλλά συχνά καταστροφικές, καθώς προσθέτουν απλώς λάδι στη φωτιά.

Ο συναισθηματικά υγιής γονιός δεν είναι άγιος. Έχει επίγνωση του θυμού του και τον σέβεται. Δεν κρύβει τα συναισθήματά του, χρησιμοποιεί το θυμό του σαν πηγή πληροφορίας και ένδειξη ότι νοιάζεται για το παιδί του, και έτσι τα λόγια του βρίσκονται σε συμφωνία με τα συναισθήματά του.

Η έκφραση θυμού εκ μέρους του γονέα είναι φυσιολογική, αναπόφευκτη και συχνά χρήσιμη. Αρκεί να γίνεται με τρόπο που προσφέρει ανακούφιση στον ίδιο, βοηθά το παιδί να κατανοήσει καλύτερα τι συμβαίνει και δεν προκαλεί βλαπτικές παρενέργειες σε καμία από τις δύο πλευρές.

Μπορούμε επομένως να εκφράσουμε ανοιχτά το θυμό μας, φτάνει να μην επιτιθέμεθα στην προσωπικότητα του παιδιού. Αυτό μπορεί να γίνει αν απλώς ονοματίσουμε αυτό που νιώθουμε, στην ένταση που το νιώθουμε, εξηγώντας τι μας το προκάλεσε. Μπορούμε ακόμα να εκφράσουμε λεκτικά την παρόρμηση που έχουμε για δράση.

«Όταν βλέπω τα παντελόνια, τις μπλούζες και τις κάλτσες σου πεταμένα στο πάτωμα, θυμώνω πολύ, γίνομαι έξαλλη. Μου έρχεται να ανοίξω το παράθυρο και να τα πετάξω έξω»

Βλέποντας μας να εκφράζουμε θυμό με τρόπο ασφαλή και αποδεκτό, τα παιδιά μας μαθαίνουν ότι και ο δικός τους θυμός δεν είναι καταστροφικός και μπορεί να εκτονωθεί χωρίς κανείς να πάθει κακό.

Διαπραγμάτευση
Μέσα από τη διαπραγμάτευση, είναι δυνατόν να βρεθεί μία λύση στις συγκρούσεις που να δίνει τόσο στο γονέα όσο και τον έφηβο ικανοποίηση.
Η διαπραγμάτευση είναι μία διαδικασία, που περιλαμβάνει:
· Το να ακούμε και να κατανοούμε
· Το να νοιαζόμαστε για τη σχέση
· Το να προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τα συμφέροντα και των δύο πλευρών
· Το να εφευρίσκουμε νέες επιλογές
· Το να φτάνουμε σε συμφωνία με δίκαιο τρόπο.
Κάποια συνηθισμένα πεδία διαπραγμάτευσης με έναν έφηβο είναι:
· Τα χρήματα
· Οι βαθμοί
· Το ντύσιμο
· Οι δουλειές του σπιτιού
· Οι έξοδοι
Ο βαθμός διαπραγμάτευσης για τα παραπάνω ζητήματα αυξάνεται όσο το παιδί μεγαλώνει. Στο τέλος της εφηβείας, σχεδόν όλοι οι οικογενειακοί κανόνες μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, πέρα από ορισμένους για τους οποίους ο γονέας παραμένει κάθετος.
Το κλειδί είναι η επικοινωνία
Η καλή επικοινωνία περιλαμβάνει τρεις απαραίτητες δεξιότητες: να εκφραζόμαστε, να ακούμε και να κατανοούμε. Η διαπραγμάτευση μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν τόσο ο γονέας όσο και ο έφηβος είναι σε θέση να εντοπίζουν και να συζητούν ανοιχτά όσα τους κάνουν να διαφωνούν ή να παρεξηγούνται.
Η αποτελεσματική διαπραγμάτευση γίνεται έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων. Δίνει επίσης μία ευκαιρία τόσο στο γονέα όσο και στον έφηβο να κατανοούν καλύτερα ο ένας τον άλλο και να εξελίσσουν τη σχέση τους.
Κάποιες συμβουλές για επιτυχημένες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους γονείς και τους εφήβους.

- Μάθετε να αναγνωρίζετε στον εαυτό σας τα σημάδια του θυμού και να τον βοηθάτε να χαλαρώσει.
Ποια είναι τα σημάδια του θυμού στο σώμα μου; Έχουν επιταχυνθεί οι καρδιακοί μου παλμοί, νιώθω ανακάτεμα στο στομάχι, πονοκέφαλο; Τι άλλα συναισθήματα μπορεί να κρύβονται πίσω από το θυμό μου; Νιώθω πληγωμένος, αγχωμένος, φοβισμένος, ντροπιασμένος;
Τι μπορώ να κάνω για να ηρεμήσω;
Δώστε λίγο χρόνο στον εαυτό σας και πάρτε μία βαθιά ανάσα πριν αντιδράσετε.
Πείτε στον εαυτό σας ότι μπορείτε να χειριστείτε την κατάσταση.
Μετρήστε ως το 10.
Κάντε ένα διάλειμμα, φύγετε, κάντε κάτι που σας χαλαρώνει και μετά χειριστείτε την κατάσταση.
- Προσπαθείστε να δείτε την κατάσταση από τη σκοπιά του εφήβου, δείχνοντας ενσυναίσθηση. Αναρωτηθείτε:
Τι σκέφτεται και τι νιώθει ο έφηβος;
Εγώ ένιωθα ποτέ έτσι, όταν ήμουν στην εφηβεία;
Αν ήμουν στη θέση του, πως θα αντιδρούσα;
Τι άλλο μπορεί να συμβαίνει στη ζωή του αυτό τον καιρό, που να του προκαλεί ένταση και να χειροτερεύει το συγκεκριμένο πρόβλημα;

- Σκεφτείτε πως μπορεί εσείς να συμβάλλετε στο πρόβλημα:

Μπορώ να δω τη συγκεκριμένη κατάσταση με άλλο μάτι; Μπορώ να δω την αστεία της πλευρά;
Τι σκέφτομαι όταν είμαι θυμωμένος; Μήπως οι σκέψεις μου τροφοδοτούν το θυμό μου;
Υπάρχουν άλλα πράγματα που με απασχολούν, με στενοχωρούν, με θυμώνουν ή με αγχώνουν και επηρεάζουν τη στάση μου;
Είναι το ζήτημα αρκετά σοβαρό για να μπω σε σύγκρουση ή μήπως θα έπρεπε να το αφήσω στην άκρη;

- Ακούστε, προσεκτικά, τόσο τα λόγια όσο και τα συναισθήματα που εκφράζονται.

Δώστε την πλήρη σας προσοχή, μη διακόπτετε.
Ελέγξτε αν κατανοείτε σωστά παραφράζοντας και κάνοντας ερωτήσεις.
Προσπαθήστε να ανιχνεύσετε τα συναισθήματα και όχι μόνο τις σκέψεις.

- Μιλήστε για τον εαυτό σας και τα δικά σας συναισθήματα, μέσα από φράσεις που ξεκινούν από το «Εγώ…». Σκεφτείτε:

Με ποιο τρόπο μπορεί η έκφραση των δικών μου συναισθημάτων να βοηθήσει την κατάσταση;
Πως νιώθει κανείς όταν του επισημαίνουμε τι κάνει στραβά μέσα από φράσεις που ξεκινούν από το «Εσύ…»
- Διαπραγματευτείτε ώστε να καταλήξετε σε μία κοινή λύση.

Έχω σκεφτεί τη δική μου συμβολή στο πρόβλημα; Πως μπορώ να επανορθώσω;
Τι μπορώ να ζητήσω από τον έφηβο, μέσα σε λογικά πλαίσια;
Μπορώ να σκεφτώ μία πιθανή λύση ή συμβιβασμό;
Τα βήματα της διαπραγμάτευσης
Εξηγήστε τη θέση σας όσο πιο απλά και ήρεμα μπορείτε
Ακούστε και κατανοήστε τη θέση του άλλου
Μην προβάλλετε απαιτήσεις, μην κάνετε κήρυγμα και μη σκαλίζετε το παρελθόν
Προτείνετε και συζητήστε κάποιες εναλλακτικές που ανέχεστε και οι δύο
Αν όλα τα άλλα αποτύχουν, κάντε ένα διάλειμμα ή συμφωνείστε ότι διαφωνείτε
- Δείξτε νοιάξιμο ακόμα και όταν εκφράζετε θυμό. Η έκφραση του θυμού μπορεί να γίνει με τέτοιο τρόπο που δεν πληγώνει.

Έχω κάτι θετικό να πω για τον έφηβο, μαζί με τα αρνητικά μου συναισθήματα;
Φροντίζω να αποφεύγω το σαρκασμό και τις προσβολές;
Απευθύνονται τα σχόλιά μου στο πρόβλημα και σε αυτό που με ενοχλεί, ή στρέφονται στην προσωπικότητα του παιδιού;
- Επιλέξτε το σωστό χρόνο
Η διαδικασία της διαπραγμάτευσης να είναι πιο αποτελεσματική όταν δίνεται τόσο στο γονέα όσο και στον έφηβο χρόνος να προετοιμαστούν και να σκεφτούν τι θέλουν να πουν. Καλό είναι να οριστεί μία συνάντηση σε χρόνο που βολεύει και τους δύο.

Mαρία Κοπακάκη - Πολύνα Ρούσσου